ἔκοψαν

ἔκοψαν
κόπτω
cut
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακαρατόμητος — η, ο [καρατομώ] αυτός που δεν έχει καρατομηθεί, που δεν τού έκοψαν το κεφάλι με τη λαιμητόμο …   Dictionary of Greek

  • ακορφολόγητος — η, ο [κορφολογώ] αυτός που δεν κορφολογήθηκε, που δεν τού έκοψαν τις κορυφές τών βλαστών του …   Dictionary of Greek

  • ακουτσούρευτος — η, ο [κουτσουρεύω] 1. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τόν κουτσούρεψαν, δεν τού έκοψαν τα άκρα, τα κλαδιά, ακλάδευτος, άκοπος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ελάττωση ή περικοπή, ολόκληρος, ακέραιος …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”